πομφόλυγα

πομφόλυγα
η / πομφόλυξ, -υγος, ΝΜΑ
φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα
νεοελλ.
1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία είτε προέρχεται από τριβή, εγκαύματα, κρυοπαγήματα ή εφαρμογή καυστικών ουσιών, είτε αποτελεί στοιχειώδη βλάβη μιας πολύ σημαντικής ομάδας δερματικών παθήσεων, που ονομάζονται πομφολυγώδεις δερματικές παθήσεις
2. φυσ. υγρή μεμβράνη σφαιρικού σχήματος που περικλείει ποσότητα αερίου, συμπεριφέρεται, ως ελαστική, εξαιτίας τής επιφανειακής τάσης και δημιουργείται κυρίως από διαλύματα ουσιών τα οποία έχουν την τάση να συγκεντρώνονται στην επιφάνεια και να ελαττώνουν σημαντικά την επιφανειακή τάση, όπως είναι τα σαπωνοδιαλύματα, κν. σαπουνόφουσκα
3. μτφ. καθετί χωρίς περιεχόμενο, κενή υπόσχεση, αερολογία («όλα αυτά που σού έταξε ήταν πομφόλυγες»)
αρχ.
1. κόσμημα ασπίδας, ομφαλός
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα
3. είδος κοσμήματος που φορούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι
4. οξείδωση, σκουριά που μένει στην επιφάνεια μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομφός με εκφραστικό ένθημα λ και ουρανικό επίθημα -υγ-ς (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πομφόλυγα — η 1. φυσαλίδα από αέρα, φούσκα, φουσκαλίδα, φουσκάλα δέρματος, καντήλα. 2. μτφ., λόγος κενός, υπόσχεση ψεύτικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομφόλυγα — πομφόλυξ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLUMBATORES — dicti sunt, qui plumbeas bullas Pontificum diplomatis appendunt, Vestr. Octavianus, Introduct. in Rom. aul. act. l. 1. c. 3. et ex co Herm. Hugo de prim. scrib. orig. c. 31. p. 192. Quid Bulla proprie, notum: hinc ad diplomata Imperatorum, ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παμφάλυα — (Α) (κατά τον Σωφρ.) «τὴν πομφόλυγα» …   Dictionary of Greek

  • πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • φυσαλλίδα — η / φυσαλλίς, ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”